- σκορδοκαΐλα
- η, Ν1. αίσθημα καυστικό που δοκιμάζει κανείς όταν τρώει ή όταν χωνεύει σκόρδα2. φρ. «σκορδοκαΐλα μου», ή «σκορδοκαΐλα μ' έπιασε»μτφ. δεν δίνω δεκάρα, δεν μού καίγεται καρφί, δεν μέ ενδιαφέρει καθόλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδο + καΐλα (βλ. λ. καήλα)].
Dictionary of Greek. 2013.